κοληγιά

κοληγιά
η [κολήγας]
1. η σχέση που έχουν μεταξύ τους οι κολήγοι
2. συνεταιρική επιχείρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοληγιάζω — [κοληγιά] συνδέομαι με κάποιον κάνοντας κοληγιά …   Dictionary of Greek

  • κολληγιά — η βλ. κοληγιά …   Dictionary of Greek

  • σεμπριά — η, Ν [σέμπρος] επίμορτη καλλιέργεια, καλλιέργεια κτήματος ή εκτροφή ζώων από σέμπρο, κοληγιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”