Dictionary of Greek. 2013.
κοληγιάζω — [κοληγιά] συνδέομαι με κάποιον κάνοντας κοληγιά … Dictionary of Greek
κολληγιά — η βλ. κοληγιά … Dictionary of Greek
σεμπριά — η, Ν [σέμπρος] επίμορτη καλλιέργεια, καλλιέργεια κτήματος ή εκτροφή ζώων από σέμπρο, κοληγιά … Dictionary of Greek